Ο Διογένης και το Μαγικό Γατόψαρο


Ο Διογένης και το Μαγικό Γατόψαρο


- Διογένη! Πάλι εσύ εδώ! Πόσες φορές σου έχω πει να μην πλησιάζεις την κουζίνα μου; Φύγε γρήγορα τρελλόγατο και μη σε ξαναδώ, γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε πετάξω στη θάλασσα!


Ο μάγειρας είχε θυμώσει για τα καλά αυτή τη φορά και ο Διογένης, το μικρό σκανδαλιάρικο γατάκι, κατάλαβε ότι ήταν ώρα να του δίνει , μιας και ο χοντρούλης με την άσπρη ποδιά που τον κυνηγούσε με την κουτάλα, δεν φαινόταν να αστειεύεται!
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν και πολλοί μάγειροι που θα ήθελαν τον Διογένη στην κουζίνα τους. Η καταστροφή ξεκινούσε με το που έκανε την εμφάνισή του στον χώρο. Άνοιγε τα ντουλάπια για να εξερευνήσει το περιεχόμενό τους, πηδούσε πάνω στους πάγκους και το κυριότερο από όλα ήταν ότι κινδύνευες να βρεθείς σε δευτερόλεπτα φαρδύς - πλάτυς στο πάτωμα, αφού είχε τη εξαιρετική ικανότητα να μπλέκεται στα πόδια σου χωρίς να τον παίρνεις είδηση. Συνήθως προκαλούσε πανικό στο πέρασμά του και ήταν σπάνιες οι φορές που τον έβλεπες να κάθεται ήσυχος!
Παρόλα αυτά, όμως, όλο το πλήρωμα - ακόμα και ο καπετάνιος - τον αγαπούσαν. Ήταν πολύ χαριτωμένος! Το κάπως... μακρόστενο κορμάκι του με τα σχετικά κοντά ποδαράκια, το γκρίζο φουντωτό τρίχωμά του και τα γκριζοπράσινα μάτια του τον έκαναν ακαταμάχητο! Παρόλες τις σκανδαλιές του, συνήθως δεν σου πήγαινε καρδιά να του θυμώσεις. Ήταν πολύ καλόκαρδο πλασματάκι και αναμφίβολα η καλύτερη συντροφιά στις δύσκολες ώρες μοναξιάς των ναυτικών.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Εδώ και μερικούς μήνες, στο πλήρωμα του μεγάλου φορτηγού πλοίου «Οδυσσέας», προστέθηκε ένας ακόμη «ναύτης». Τον ανακάλυψαν τυχαία σε κάποιο λιμάνι και τον ονόμασαν Διογένη, γιατί απλούστατα, τον βρήκαν μέσα σε ένα... πιθάρι. Είχε πηδήξει μέσα και μετά δεν μπορούσε να βγει. Για καλή του τύχη, οι ναύτες του «Οδυσσέας» άκουσαν τα κλαψουρίσματά του και τον βοήθησαν. Τους ακολούθησε μετά στο καράβι και επιβιβάστηκε μαζί τους χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Έτσι, ο ασυνήθιστος αυτός λαθρεπιβάτης, ξεκίνησε το πρώτο του ταξίδι στη θάλασσα που έμελλε να είναι και η αρχή της ναυτικής του «καριέρας».


Κάποια στιγμή και ενώ το «Οδυσσέας» βρισκόταν μισοπέλαγα, οι ναύτες τον ανακάλυψαν τελικά να κάθεται κουλουριασμένος ανάμεσα στους κάβους. Φοβισμένος και πεινασμένος, κοιτούσε τώρα με τα γκριζοπράσινα ματάκια του τους ναύτες περιμένοντας το ξέσπασμα του θυμού τους. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, αυτοί όχι μόνο δεν του θύμωσαν, αλλά έδειξαν να χαίρονται κιόλας που τον είδαν. Του έβαλαν να φάει, έπαιξαν μαζί του και στο τέλος της μέρας ο Διογένης είχε ανακηρυχθεί επίσημα μέλος του πληρώματος.


Ο μικρούλης, έβρισκε πολύ ενδιαφέρουσα την καινούρια του ζωή. Είχε μάθει απ’ έξω και ανακατωτά το καράβι και συνεχώς ανακάλυπτε καινούρια πράγματα. Αυτό όμως που του είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν η θάλασσα. Τον είχε πραγματικά μαγέψει! Καθόταν με τις ώρες πολλές φορές και κοίταζε το νερό. Είχε τόσες πολλές απορίες! Πόσο βαθιά να είναι άραγε η θάλασσα και ποιοι άλλοι ζουν εκτός από τα ψάρια στο βυθό της; Όλα αυτά ήταν ένα μυστήριο για το μικρό γατάκι. Αν και παρακολουθούσε συχνά τις συζητήσεις των ναυτικών, οι πληροφορίες που έπαιρνε δεν ήταν αρκετές για να θρέψουν την περιέργειά του. Άλλωστε, οι λέξεις δεν είχαν γι’αυτόν και μεγάλη σημασία. Ήθελε να δει με τα μάτια του όλη αυτή τη μαγεία που άκουγε ότι έκρυβε η θάλασσα στον βυθό της.
Παρόλα αυτά, μια λέξη στάθηκε ικάνη να τον κάνει μια μέρα να γουρλώσει τα μάτια του και να τεντώσει τα αυτιά του από έκπληξη! Και η λέξη αυτή ήτανε . . .



ΓΑΤΟΨΑΡΟ.



Ο Διογένης, ήταν ένα πλάσμα με μεγάλη φαντασία. Έπαιρνε τις λέξεις και τις έπλαθε σαν πλαστελίνη στο μυαλό του, δίνοντάς τους το σχήμα και το χρώμα που αυτός ήθελε. Έτσι, όταν άκουσε να μιλάνε για ένα ψάρι που το έλεγαν γατόψαρο, άρχισε να φαντάζεται ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε γάτα ούτε ψάρι.

«Πώς να μοιάζει άραγε;» αναρωτιόταν. «Μήπως έχει ουρά σαν κι' εμένα, μήπως έχει αυτιά σαν κι' εμένα ή μήπως απλά νιαουρίζει σαν κι' εμένα; Αν μπορούσα με κάποιο τρόπο να εξερευνήσω τον βυθό, θα μου λύνονταν όλες οι απορίες».

Καθισμένος στην πλώρη του καραβιού, παρακολουθούσε, βυθισμένος στις σκέψεις του, τον ήλιο που έδυε. Τι όμορφα που ήταν αλήθεια! Ο ουρανός έμοιαζε να φλέγεται και ο ήλιος κατέβαινε σιγά σιγά για να χαθεί τελικά στον ορίζοντα. «Χρειάζεται και αυτός ξεκούραση», σκεφτόταν το μικρό γατάκι. «Θα κοιμηθεί καλά καλά τη νύχτα και θα ξυπνήσει αύριο πάλι για να φωτίσει τον κόσμο».


- Εξαιρετικό θέαμα, δεν συμφωνείς; άκουσε ξαφνικά μια φωνή να λέει.
Ο Διογένης, που δεν είχε αντιληφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι είχε παρέα, γύρισε προς την κατεύθυνση που ερχόταν η φωνή, για να αντικρύσει έκπληκτος, όρθιο πάνω στην κουπαστή του πλοίου, ένα περίεργο ψάρι γύρω στο ένα μέτρο να τον κοιτάει χαμογελώντας.
- Αναμφισβήτητα, συνέχισε ο ξένος, ένα από τα ωραιότερα θαύματα της φύσης! Ακόμα και εμείς τα ψάρια, πολλές φορές ανεβαίνουμε μέχρι πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας για να απολαύσουμε το μαγευτικό αυτό θέαμα.
Ο Διογένης, άναυδος, είχε μείνει να κοιτάει με ανοιχτό το στόμα τον περίεργο αυτό επισκέπτη.
- Ναι... ναι...το ηλιοβασίλεμα είναι ωραίο..., είπε τελικά, αλλά εσύ ποιος ακριβώς είσαι και πώς βρέθηκες εδώ;
- Ω! μα φυσικά! Τι παράληψις! Ξέχασα να συστηθώ!


Το όνομά μου είναι Ιάσονας και είμαι γατόψαρο, είπε.
Γατόψαρο! Ο Διογένης δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Τελικά, δεν ήταν καθόλου όπως το είχε φανταστεί. Ήταν ένα συνηθισμένο - σχετικά - ψάρι. Μεγαλύτερο από όσα είχε συναντήσει μέχρι τότε, με ένα κάπως μεγάλο στόμα, αλλά ήτανε, χωρίς αμφιβολία, ψάρι. Δεν είχε ούτε ουρά γάτας, ούτε αυτιά, ούτε τρίχωμα και φυσικά ... δεν νιαούριζε! Παρόλα αυτά όμως, ήταν φανερό γιατί το ονόμασαν έτσι. Είχε μουστάκια, που όπως παρατήρησε ο Διογένης, έμοιαζαν πολύ με τα δικά του.
- Χαίρω πολύ, κατάφερε να ψελλίσει μετά το πρώτο ξάφνιασμα.


Το όνομά μου είναι Διογένης και είμαι γατάκι.
Συγχώρεσε το ξάφνιασμά μου, αλλά είσαι το πρώτο γατόψαρο που γνωρίζω. Είχα ακούσει για σας, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα και ότι έχετε την ικανότητα να μένετε έξω από το νερό τόση πολλή ώρα και με τόση άνεση. Μέχρι τώρα, ήξερα ότι τα ψάρια πεθαίνουν αν μείνουν έστω και λίγο έξω από τη θάλασσα.
- Έχεις απόλυτο δίκιο φίλε μου, είπε το γατόψαρο, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Αυτό που δεν ξέρεις, όμως, είναι ότι εγώ δεν είμαι ένα συνηθισμένο ψάρι. Είμαι ένα Μαγικό γατόψαρο!.
Ο Διογένης γούρλωσε τα μάτια του, τέντωσε τ’ αυτιά του και έκανε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του. ( Ήταν ένας συνδυασμός κινήσεων που συνήθιζε να κάνει όταν κάτι του έκανε φοβερή εντύπωση).


- Μαγικό γατόψαρο! φώναξε ενθουσιασμένος. Πλάκα μου κάνεις;
- Καθόλου μικρούλη, είπε ο Ιάσονας, μιλάω πολύ σοβαρά. Για πες μου, έχεις ακούσει ποτέ τους ανθρώπους να μιλάνε για τις νεράιδες;
- Τις νεράιδες; Ναι κάτι έχω ακούσει, είπε το γατάκι. Πρόκειται για πανέμορφες κοπέλες που ζουν σε ένα παραμυθένιο δάσος στον ουρανό και καμιά φορά, όταν οι άνθρωποι νιώθουν μοναξιά ή είναι στεναχωρημένοι, πηγαίνουν κοντά τους για να τους κρατήσουν συντροφιά. Και αν είναι και στα κέφια τους μπορεί να τους πραγματοποιήσουν και μια ευχή. Έτσι δεν είναι;
- Ε, ναι ... περίπου. Τέλος πάντων. Τα Μαγικά γατόψαρα λοιπόν, είναι κάτι σαν νεράιδες του βυθού. Γι’αυτό και μπορούμε να μιλήσουμε όλες τις γλώσσες και να μείνουμε όσο θέλουμε έξω από το νερό, όπως πολύ σωστά παρατήρησες.
- Αυτό σημαίνει ότι μπορείς, αν θελήσεις, να πραγματοποιήσεις και μια ευχή; ρώτησε το σκανδαλιάρικο γατάκι. Είχε τεντώσει τα αυτιά του και τα μάτια του λάμπανε από ανυπομονησία!
Εν τω μεταξύ ο ήλιος είχε δύσει και τώρα ήταν η σειρά της σελήνης να πάρει τη θέση της στον ουρανό. Συνεπής - όπως κάθε βράδυ - στο ραντεβού της, προσπαθούσε να φωτίσει τη νύχτα ρίχνοντας απλόχερα την ασημένια λάμψη της στην επιφάνεια της θάλασσας. Το μικρό γατάκι είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στη σελήνη, καθώς πίστευε ότι προσπαθούσε κάθε μήνα να ξεπεράσει τη λάμψη του ήλιου προσθέτοντας μέρα με τη μέρα ένα μικρό φωτεινό κομματάκι στη δική της λάμψη. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως, ποτέ δεν κατάφερνε να ξεπεράσει τον ήλιο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, η νύχτα παρέμενε νύχτα και η μέρα ήταν πάντα πιο φωτεινή.



- Μπορώ, αλλά μόνο όταν είναι πανσέληνος, ήρθε κάπως καθυστερημένα η απάντηση του Ιάσονα.
- Μα ... μα ... απόψε είναι πανσέληνος! φώναξε όλος χαρά ο μικρός Διογένης.
- Μμμ, μπράβο μπράβο είσαι πολύ παρατηρητικός! τον πείραξε χαμογελώντας ο Ιάσονας. Λοιπόν, για πες μου τώρα , τι θα ήθελες πιο πολύ στον κόσμο;

Το γατάκι δε χρειάστηκε να σκεφτεί και πολύ.
- Θέλω να γνωρίσω τον βυθό. Θέλω μια ξενάγηση στον κόσμο σου. Θέλω να τα μάθω όλα! Θέλω...
- Εντάξει εντάξει, κατάλαβα! Ο ενθουσιασμός του Διογένη είχε αρχίσει να προκαλεί πονοκέφαλο στο νεραϊδόψαρο. Είσαι σίγουρος; το ρώτησε.
- Φυσικά και είμαι σίγουρος! Αλλά για στάσου, πώς θα αναπνέω κάτω από το νερό; ρώτησε το μικρό γατάκι.
- Μη σε ανησυχεί καθόλου αυτό, είπε ο Ιάσονας δίνοντας του ένα γαλάζιο βελούδινο φύκι. Δέσε αυτό στο πόδι σου και θα σε μετατρέψει για όσο κρατήσει η ξενάγηση σε ... ψαρόγατο. Θα μπορείς να κολυμπάς και να αναπνέεις σαν ψάρι.
Ο Διογένης έκανε ό,τι του είπε το Μαγικό γατόψαρο και με μια αριστοτεχνική βουτιά, βρέθηκαν στη στιγμή να κολυμπάνε ο ένας πλάι στον άλλο.


Παρόλο που ήταν βράδυ, το γαλάζιο φύκι τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τα πάντα καθαρά και με λεπτομέρειες.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ο Διογένης βουτώντας στο νερό, ήταν μια ομάδα από μικρά κοκκινωπά ψαράκια.


- Μπαρμπούνια, τον ενημέρωσε ο φίλος του. Δυστυχώς γι’αυτά, αποτελούν πολύ νόστιμο μεζέ για τους ανθρώπους και από τα πολύ παλιά χρόνια ακόμα, πλήρωναν πολλά για να τα βάλουν στο πιάτο τους!
- Τα καημένα, απάντησε ο Διογένης. Το να είσαι νόστιμος δεν είναι και το καλύτερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί αν είσαι ψάρι, έτσι δεν είναι;
- Έτσι είναι μικρούλη μου, απάντησε γελώντας το Μαγικό Γατόψαρο.
Προχωρώντας συνάντησαν και άλλα ψαράκια σε διάφορα χρώματα και σχήματα. Όλα ήταν πολύ όμορφα, αλλά μερικά από αυτά ήταν πραγματικά εντυπωσιακά!



Έμοιαζαν σαν ένα αόρατο χέρι να τα είχε ζωγραφίσει με πολλή υπομονή και καλαισθησία. Όλα όσα έβλεπε γύρω του ήταν ολότελα καινούρια γι’ αυτόν και κάθε τόσο έβγαζε μικρά επιφωνήματα θαυμασμού, κάνοντας τον μαγικό του φίλο να χαμογελάει κάτω από τα μουστάκια του.
Ο Ιάσονας, του εξηγούσε τα πάντα και του έλυνε όλες του τις απορίες – που εδώ που τα λέμε δεν ήταν και λίγες.



- Αυτό το περίεργο πράγμα με τα πολλά πόδια πώς το λένε; ρώτησε το γατάκι.Η απάντηση ήρθε από τον ξεναγό του άμεσα και με λεπτομέρειες.
- Λέγεται χταπόδι, γιατί όπως βλέπεις έχει οχτώ πόδια και όταν τρομάξει ή το ενοχλήσει κανείς απελευθερώνει ένα σκουρόχρωμο υγρό, το μελάνι, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεφύγει.
- Ε, τότε καλό θα ήταν να μην το ενοχλήσουμε! είπε ο Διογένης.
- Ναι, αυτό θα ήταν φρόνιμο μικρέ μου, είπε το γατόψαρο προσπαθώντας να δείχνει σοβαρό, παρόλο που στην πραγματικότητα διασκέδαζε αφάνταστα με το ανήσυχο και ενθουσιώδες γατάκι.
Συνεχίζοντας τη βόλτα του στον βυθό, ο Διογένης συνάντησε κι’ άλλους κατοίκους του πανέμορφου αυτού κόσμου. Καβούρια, αστακούς, αστερίες, καλαμάρια, κάπως πιο μεγαλόσωμα ψάρια όπως τόνους, ξιφίες καθώς και μια παρέα από γατόψαρα σαν τον φίλο του. Ήταν πολύ φιλικός μαζί τους, αλλά τα περισσότερα τον κοιτούσαν λίγο παραξενεμένα. Βλέπετε, δεν είχαν ξαναδεί γατάκι και μάλιστα ένα που να κολυμπάει ανάμεσά τους και ήταν, δικαιολογημένα, καχύποπτοι. Ο καημένος ο Διογένης προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα μαζί τους, αλλά δυστυχώς όπως διαπίστωσε, δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα του.


Η πιο χαρούμενη στιγμή του, ήταν όταν συνάντησε μια ομάδα από κάτι μεγάλα ψάρια τα οποία, όπως του εξήγησε ο Ιάσονας, λέγονταν δελφίνια και δεν ήταν ψάρια αλλά θηλαστικά.
Όπως και να 'χε, τα δελφίνια τον συμπάθησαν πολύ και έπαιξαν πολλή ώρα μαζί του. Και το πιο παράξενο, ήταν ότι φαινόντουσαν να είναι οι μόνοι που τον καταλάβαιναν όταν τους μιλούσε.
Το μικρό γατάκι ένιωθε όμορφα ανακαλύπτοντας αυτό τον καινούριο κόσμο. Αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τι θα συνέβαινε στη συνέχεια.

Ενώ παρατηρούσε ένα απίστευτο κήπο από θαλάσσια φυτά και κοράλια, διαπίστωσε ότι γύρω του δημιουργήθηκε μια μεγάλη αναταραχή. Τα ψάρια φαινόντουσαν τρομαγμένα. Τα περισσότερα το’ βαλαν στα πόδια - συγνώμη, τα ψάρια δεν έχουν πόδια, έχετε δίκιο - έφυγαν γρήγορα ήθελα να πω και όσα έμειναν κρύφτηκαν ανάμεσα στα βράχια. Ο Διογένης δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Πριν προλάβει καλά καλά να σκεφτεί, ένιωσε μια δυνατή παρουσία πίσω του. Γυρνώντας βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο ψάρι με άγριες διαθέσεις και κοφτερά δόντια. Ο Ιάσονας, του είχε μιλήσει για αυτά τα ψάρια και του είχε πει ότι λεγόντουσαν σκυλόψαρα. Τον είχε επίσης προειδοποιήσει ότι δεν είχαν και τόσο φιλικές διαθέσεις. Και πώς να έχουν άλλωστε φιλικές διαθέσεις; Σκυλόψαρα αυτά, ψαρόγατο αυτός... όχι και τόσο καλός συνδυασμός!
Πού ήταν όμως τώρα ο Ιάσονας; Δεν τον έβλεπε πουθενά! Και ενώ το σκυλόψαρο συνέχισε να τον κοιτάζει κατάματα, το μικρό γατάκι έκανε δύο βήματα πίσω, γύρισε και άρχισε να κολυμπάει με όλη του τη δύναμη φωνάζοντας ταυτόχρονα βοήθεια! Σίγουρα δεν ήταν αρκετά γρήγορος για να μπορέσει να του ξεφύγει και ακόμα πιο σίγουρο ήταν ότι κανένας δεν είχε πρόθεση να τον βοηθήσει. Ο Ιάσονας τού είχε πει άλλωστε ότι στον βυθό, σε περίπτωση κινδύνου, ο καθένας σώζει τον εαυτό του (αν μπορεί). Και ενώ πίσω του το τεράστιο στόμα του αρπακτικού
πλησίαζε επικίνδυνα . . .

ένιωσε ένα τράνταγμα και ξαφνικά βρέθηκε ξαπλωμένος στην πλώρη του καραβιού.
Άνοιξε τα μάτια του και χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν και πάλι στο «Οδυσσέας». Κοίταξε γύρω του και όλα του φάνηκαν φυσιολογικά. Λίγο πιο πέρα, κάποιοι ναύτες τραγουδούσαν απολαμβάνοντας την όμορφη βραδιά και αυτός ... μάλλον είχε ξυπνήσει από κάποιο όνειρο! «Ναι, αυτό πρέπει να έχει συμβεί» σκέφτηκε «με πήρε ο ύπνος και όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Τρόμαξα φυσικά, αλλά ήταν ωραία που μπόρεσε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία μου έστω και με αυτό τον τρόπο».


Ένιωσε να πεινάει μετά από όλη αυτή την περιπέτεια. Σηκώθηκε, τεντώθηκε και ξεκίνησε να βρει τον μάγειρα που, παρόλη τη γκρίνια του, πάντα είχε μια λιχουδιά για να τον φιλέψει.
Κατευθυνόταν προς την κουζίνα, όταν ένας από τους ναύτες τού φώναξε:
- Διογένη, έλα εδώ βρε τρελλόγατο! Πού ήσουνα πάλι και τι είναι αυτό που έχεις στο πόδι σου;


- Είναι μια γαλάζια κορδέλα, είπε κάποιος άλλος.
- Πιο πολύ με γαλάζιο φύκι μοιάζει. Πολύ περίεργο, είπε ο πρώτος.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας παφλασμός στη θάλασσα.

Ο Διογένης, γύρισε να κοιτάξει και του φάνηκε ότι είδε ένα ψάρι να πηδάει στο νερό. Δεν πρόλαβε να δει καλά, αλλά είχε μια σοβαρή υποψία ότι αυτό το ψάρι είχε μουστάκια, μεγάλο στόμα και το έλεγαν Ιάσονα!
Εσείς τι λέτε;


(Copyright © by Lilith)